- σταφιδίτης
- ο, ΝΜΑ(ενν. οίνος) κρασί από σταφίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίς, -ίδος + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σταφιδίτης — ο είδος κρασιού που γίνεται από ξερή σταφίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασταφίς — ἀσταφίς και ὀσταφίς και σταφίς, η (Α) 1. η σταφίδα 2. το κρασί που παρασκευάζεται από σταφίδα, ο σταφιδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Παράλληλοι τ. οσταφίς (σπάνιος) και σταφίς (Ιπποκρ., θεόκρ.) από τους οποίους ο τ. ασταφίς (Ιων.… … Dictionary of Greek
σταφίδιος — ον, Α [σταφίς, ίδος] φρ. «σταφίδιος οἶνος» ο σταφιδίτης … Dictionary of Greek